- εναντιόμορφος
- -η, -οαυτός που είναι ομοιόμορφος με άλλον αλλά προς την αντίθετη πλευρά και με αντίθετη διάταξη («το δεξί και το αριστερό χέρι ή πόδι, μάτι, αφτί κ.λπ. είναι εναντιόμορφα»).επίρρ...εναντιομόρφωςκατά τρόπο εναντιόμορφο.
Dictionary of Greek. 2013.